- λαδόξιδο
- τομίγμα λαδιού και ξιδιού που χρησιμοποιείται ως άρτυμα φαγητών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαδόξιδο — το μείγμα από λάδι και ξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… … Dictionary of Greek
ξιδόλαδο — το το λαδόξιδο … Dictionary of Greek
οξέλαιο — το (Α ὀξέλαιον) παρασκεύασμα που προκύπτει από την ανάμιξη ξιδιού με λάδι, λαδόξιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + ἔλαιον] … Dictionary of Greek
οξυέλαιον — ὀξυέλαιον, τὸ (Α) μίγμα από λάδι και ξίδι, λαδόξιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + ἔλαιον] … Dictionary of Greek
τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις … Dictionary of Greek